- φαινομενικότητα
- η, Νη ιδιότητα τού φαινομενικού.[ΕΤΥΜΟΛ. < φαινομενικός. Η λ., στον λόγιο τ. φαινομενικότης, μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εστία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φαινομενικότητα — η 1. το να είναι κάτι φαινομενικό (επιφανειακό), η εξωτερικότητα. 2. εικονικότητα, πλασματικότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλήθεια — Η ακρίβεια. Αυτό που δεν είναι ψευδές ή πλαστό. Αυτό που υπάρχει αντικειμενικά. Η πραγματικότητα. Η α. συνιστά το πρωταρχικό και δυσκολότερο πρόβλημα της ανθρώπινης γνώσης. Είναι το πρωταρχικό, στον βαθμό που η προσπάθεια για την προσέγγισή του… … Dictionary of Greek
διαλεκτική — Η «τέχνη του διαλέγεσθαι» κατά την ετυμολογία του όρου. Γενικότερα ο όρος δ. υποδηλώνει την αντιπαραβολή των αντιθέσεων και την ανάπτυξη του διαλόγου τους, με αποτέλεσμα την άρση, την εναρμόνιση ή τη νέα σύνθεσή τους. Η δ. υπήρξε μέθοδος τόσο των … Dictionary of Greek
δυϊσμός — Θεωρία η οποία δέχεται την ύπαρξη δύο αρχών, οι οποίες είναι αδύνατο να αναχθούν η μία στην άλλη. Ειδικότερα, στη μεταφυσική ο όρος δ. αναφέρεται στη θεωρία που αναγνωρίζει δύο πρωταρχικά και μη αναγώγιμα στοιχεία: τη σκέψη, το πνεύμα ή την ιδέα… … Dictionary of Greek
Μολιέρος — (Moliere, Παρίσι 1622 – 1673). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου θεατρικού συγγραφέα και ηθοποιού Ζαν Μπατίστ Ποκλέν (Jean Baptiste Poquelin). Φοίτησε πρώτα σε σχολείο ιησουιτών, ανάμεσα στους νέους της υψηλής κοινωνίας· συνέχισε κατόπιν τις… … Dictionary of Greek
Παρμενίδης — Αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος από την Ελέα της νότιας Ιταλίας, ο μεγαλύτερος εκπρόσωπος της Ελεατικής σχολής. Ο χρονικογράφος Απολλόδωρος τοποθετεί την ακμή του περίπου το 504 500 π.Χ., αλλά πολλοί αμφισβητούν τη χρονολόγηση αυτή, που φαίνεται ότι… … Dictionary of Greek
εικονικότητα — η ψεύτικη και πλασματική υπόσταση, φαινομενικότητα, πλασματικότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξωτερικότητα — η 1.η ιδιότητα των υλικών όντων να κατέχουν καθορισμένο χώρο στο διάστημα και στη συνείδησή μας, αντικειμενικότητα, αντικειμενική υπόσταση. 2. μτφ., φαινομενικότητα, επιπόλαιη όψη, επιφάνεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)